- συγκτερεΐζω
- συγκτερεΐζω,A join in paying the last honours to a corpse, A.R.2.838.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκτερεΐζω — Α (ποιητ. τ.) αποδίδω μαζί με κάποιον άλλο τις τελευταίες τιμές σε νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κτερεΐζω «ενταφιάζω, θάβω με τις πρέπουσες τιμές» (< κτέρεα)] … Dictionary of Greek